ὄθριξ

Revision as of 00:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

gen. ὄτρῐχος, poet. for ὁμόθριξ, ὁ, ἡ,

   A with like hair, ἵπποι Il. 2.765, prob. l. for ὁμότριχας, Sophr.52.

German (Pape)

[Seite 296] ὄτριχος, p. = ὁμόθριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.

Greek (Liddell-Scott)

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.

French (Bailly abrégé)

ὄτριχος (ὁ, ἡ)
à chevelure ou crinière semblable.
Étymologie: préf. ὀ-, θρίξ.

Greek Monotonic

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, , , αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὄθριξ: ὄτρῐχος adj. с одинаковой шерстью, одинаковой масти (ὄτριχες ἵπποι Hom.).