ὁμόθριξ
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -τριχος, with the same sort of hair, f.l. for ὄθριξ, Sophr. 52 (οὑμόθριξ (i.e. ὁ ὁμόθριξ) cj. for ὠμόθριξ in Lyc. 340).
German (Pape)
[Seite 334] τριχος, mit einerlei Haar; Sophron b. Demetr. Phal. 151; Schol. Il. 2, 765.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. ὄθριξ.
Greek Monolingual
ὁμόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλόθριξ)].