ὀλιγωφελής

Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές, (ὄφελος)

   A of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.

Greek Monolingual

ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.