Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλιγωφελής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωφελής Medium diacritics: ὀλιγωφελής Low diacritics: ολιγωφελής Capitals: ΟΛΙΓΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oligōphelḗs Transliteration B: oligōphelēs Transliteration C: oligofelis Beta Code: o)ligwfelh/s

English (LSJ)

ὀλιγωφελές, (ὄφελος) of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.

Greek Monolingual

ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].