ὀρχηδόν

Revision as of 01:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Adv., (ὄρχος)

   A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.

French (Bailly abrégé)

adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.

Greek Monolingual

ὀρχηδόν (Α)
επίρρ. βλ. ορχιδόν.

Greek Monotonic

ὀρχηδόν: (ὄρχος), επίρρ., σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, άντρας προς άντρα, Λατ. viritim, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηδόν: adv. поодиночке, один за другим: ὀ. ἕκαστος Her. каждый в отдельности.