παρενδύομαι

Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Pass. with aor. 2 Act.,

   A slip in, PCair.Zen.534.50(iii B.C.), Plu.2.479a.

Greek (Liddell-Scott)

παρενδύομαι: Παθητ. μετὰ β΄ ἀορ. ἐνεργ., πλαγίως εἰσδύομαι, εἰσέρχομαι, Πλούτ. 2. 479Α.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρενέδυν;
se glisser doucement ou furtivement dans.
Étymologie: παρά, ἐνδύω.

Greek Monolingual

Α
εισδύω, εισέρχομαι πλαγίως, γλιστρώ κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνδύομαι «φορώ τα ενδύματα μου, εισέρχομαι κάπου»].

Russian (Dvoretsky)

παρενδύομαι: (aor. 2 παρενέδυν) проскальзывать: παρενδὺς θυραῖος Plut. прокравшийся в дверь.