πατάγημα

Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A rattle, metaph. of persons, Men.913.

German (Pape)

[Seite 534] τό, Geklapper, Getöse, Gelärm, wie πάταγος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάγημα: τό, πάταγος, κρότος, μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, «πατάγημα ἀντὶ τοῦ λάλος καὶ πανοῦργος· Μένανδρος ‘οἷον πατάγημ’ ἥκεις’ «Σουΐδ.

Greek Monolingual

τὸ, Α παταγώ
1. ισχυρός κρότος, πάταγος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) (για πρόσ.) «λάλος καὶ πανοῡργος».

Russian (Dvoretsky)

πᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό гудение, шум Men.