περιέρρω
English (LSJ)
A wander about, Ar.Eq.533, Pherecr.90, Com.Adesp.1112.
Greek (Liddell-Scott)
περιέρρω: περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 18.
Greek Monolingual
Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔρρω «πορεύομαι, βαδίζω»].
Russian (Dvoretsky)
περιέρρω: блуждать вокруг Arph.