περιέρρω

Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A wander about, Ar.Eq.533, Pherecr.90, Com.Adesp.1112.

Greek (Liddell-Scott)

περιέρρω: περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 18.

Greek Monolingual

Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔρρω «πορεύομαι, βαδίζω»].

Russian (Dvoretsky)

περιέρρω: блуждать вокруг Arph.