πατροτυψία

Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A beating of one's father, S.E.M. 2.46.

German (Pape)

[Seite 536] ἡ, das Schlagen des Vaters, Sext. Emp. adv. rhett. 46.

Greek (Liddell-Scott)

πατροτυψία: ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.

Greek Monolingual

ἡ, Α πατροτύπτης
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.

Russian (Dvoretsky)

πατροτυψία: ἡ нанесение побоев отцу Sext.