πεζογράφος

Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.

German (Pape)

[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].

Russian (Dvoretsky)

πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.