συγγραφεύς
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A one who collects and writes down historic facts, historian, X.HG7.2.1, D.H.Th.5: then, generally, prose writer, opp. poet, Pl.Phdr.235c; λόγων ib.278e, Isoc.15.35; and, simply, writer, author, Ar.Ach.1150, Pl.Phdr.272b, Phld.Mus. p.68K., Gal. 15.593, al.
II συγγραφῆς, οἱ, commissioners appointed to draw up measures, Th.8.67, IG12.22.3, al., Philoch.122, Isoc.7.58.
III party to a contract, BGU636.23 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 962] έως, ὁ, der Aufschreibende, bes. der geschichtliche Tatsachen zusammenträgt u. aufschreibt, der Geschichtschreiber, Xen. Hell. 7, 2, 1 u. Folgde. Übh. der prosaische Schriftsteller, im Gegensatz von ποιητής, Heind. Plat. Lys. 204 d, vgl. Phaedr. 235 c; λόγων, 278 e; obwohl Ar. Ach. 1151 neben einander stellt τὸν ξυγγραφῆ, τὸν μελέων ποιητήν; oft bei Luc.; S. Emp. adv. gramm. 57 συγγραφεῖς οἱ καταλογάδην πραγματευσάμενοι. – In Athen waren οἱ συγγραφεῖς ein Ausschuß, dem alle Vorschläge zu Abänderungen in der Verfassung übergeben wurden, um sie dem Volke vorzutragen, Lys. 30, 17. 21, vgl. Thuc. 8, 67 u. Harpocr.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 écrivain, particul. prosateur, spécial. historien;
2 à Athènes membre d'un conseil chargé de préparer et de rédiger les projets de loi.
Étymologie: συγγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραφεύς -έως, ὁ Att. ook ξυγ- [συγγράφω] prozaschrijver, proza-auteur; ook van de opsteller van een wetsvoorstel:. δέκα ἄνδρας ἑλέσθαι ξυγγραφέας tien mannen kiezen om een wetsvoorstel te schrijven Thuc. 8.67.1.
Russian (Dvoretsky)
συγγρᾰφεύς: έως ὁ
1 летописец, историк Xen.;
2 писатель, автор Arph., Plat.;
3 синграфей (член комиссии десяти - οἱ συγγραφεῖς, - образованной в Афинах в 411 г. до н. э. для составления проекта изменений к афинским законам) Thuc., Isocr.
Greek Monotonic
συγγρᾰφεύς: -έως, ὁ (συγγράφω),
I. αυτός που συλλέγει και καταγράφει ιστορικά γεγονότα, ιστορικός, σε Ξεν.· γενικά, συγγραφέας, πεζογράφος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. συγγραφεῖς, οἱ, στην Αθήνα (κατά το εικοστό πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου), επιτροπή που είχε εκλεγεί προκειμένου να προτείνει μέτρα για τη μεταβολή του πολιτεύματος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ συλλέγων καὶ καταγράφων ἱστορικὰ γεγονότα, ἱστοριογράφος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 1, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 5· ἀκολούθως, καθόλου, πεζογράφος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητής, Πλάτ. Φαίδρ. 23 C· τῶν λόγων αὐτόθι 278Ε, Ἰσοκρ. 3 7C καὶ ἁπλῶς, συγγραφεύς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150. Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· πρβλ Hend. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 204D, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 105. ΙΙ. συγγραφεῖς, οἱ, ἐν Ἀθήναις οἱ ἐκλεχθέντες (κατὰ τὸ 21ον ἔτος τοῦ Πελλοποννησιακοῦ πολέμου) ὅπως παρασκευάσωσι σχέδιον πρὸς μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος Θουκ. 8. 67, πρβλ. Ἰσοκρ. 151D ― Κατὰ τὰ Α Β. σ. 301, 13: “συγγραφεῖς: οἱ ᾑρημένοι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρες, ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ’ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ καταλογεῖς.
Middle Liddell
συγγρᾰφεύς, έως, ὁ, συγγράφω
I. one who collects and writes down historic facts, an historian, Xen.: generally, an author, a prose-writer, Ar., Plat.
II. συγγραφεῖς, οἱ, at Athens (in the 21st year of Pelop. war) commissioners appointed to draw up measures for altering the constitution, Thuc.
English (Woodhouse)
commissioner, historian, prose-writer, writer