περίσφυρος

Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A = περισφύριος, πέζα AP6.211 (Leon.); τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41, shd. prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss).    II as Subst. περίσφῠρον, τό, = περισφύριον, Gal.19.144.

German (Pape)

[Seite 595] = Vorigem; daher τὸ περίσφυρον = περισφύριον.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφῠρος: -ον, = περισφύριος, Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 εἶναι ἴσως τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισφύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον
το περισφύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν (πρβλ. λευκό-σφυρος, παρά-σφυρος)].

Russian (Dvoretsky)

περίσφῠρος: Anth. = περισφύριος.