περσιστί

Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 603] adv., auf persisch, in persischer Sprache, εἶπε, Xen. An. 4, 5, 10.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά
αρχ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αττικισ-τί)].

Russian (Dvoretsky)

περσιστί: adv. по-персидски Her., Xen.