περσιστί
German (Pape)
[Seite 603] adv., auf persisch, in persischer Sprache, εἶπε, Xen. An. 4, 5, 10.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά
αρχ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αττικισ-τί)].
Russian (Dvoretsky)
περσιστί: adv. по-персидски Her., Xen.