περσιστί
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
Adv., (< Περσίζω) in the Persian tongue, Hdt. 9.110, X. An. 4.5.10.
in the Persian fashion, Aristid. Or. 34 (50).56.
German (Pape)
[Seite 603] adv., auf persisch, in persischer Sprache, εἶπε, Xen. An. 4, 5, 10.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά
αρχ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αττικιστί)].
Russian (Dvoretsky)
περσιστί: adv. по-персидски Her., Xen.