πικρίς

Revision as of 02:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A ox-tongue, Helminthia sepioides, Arist.HA12a30, Thphr.HP7.11.4.    2 = κιχόριον, Dsc.2.132.    II sour soil, Sammelb.6797.12 (iii B. C.), prob. in PCair.Zen.517.17,728.3,8 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 614] ίδος, ἡ, Bitterkraut, wilder Lattich, Endivien, Arist. H. A. 9, 6 u. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίς: -ίδος, ἡ, = ἀγρία σέρις, «σέρις δισσή· ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρίς· ἡ καὶ κιχώριον καλουμένη» (Διοσκ. 2, 159 (160)· ἀντίδι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας πικραλίδα.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
légume = σέρις.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πικρίδα.

Russian (Dvoretsky)

πικρίς: ίδος ἡ бот. горький латук, предполож. эндивий Anth.