πικρίδα
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
Greek Monolingual
η / πικρίς, -ίδος, ΝΜΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή ονομασία αγριοζοχός
αρχ.
το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίς, -ίδος. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. picris].