πλάδη

Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = πλάδος, Emp.75, Suid.s.v. πλαδαρόν (pl.).

German (Pape)

[Seite 623] ἡ, = πλάδος, Empedocl.

Greek (Liddell-Scott)

πλάδη: ἡ, = πλάδος, Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. πλαδαρός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαδῶ].

Russian (Dvoretsky)

πλάδη: (ᾰ) ἡ насыщенность влагой, влажность Emped.