πνόος

Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A = πνοή, Id. πνυκίτης, f.l. for πυκνίτης.

German (Pape)

[Seite 642] ὁ, att. zsgzgn πνοῦς, = πνοή, Hesych., der es auch φθόγγος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

πνόος: ὁ, = πνοή, «πνόος· φθόγγος· πνοὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πνοή κατά τα αρσ. σε -ος].

Russian (Dvoretsky)

πνόος: ὁ Aesch. = πνοή 1 (v. l. к πόνος).