πνόος
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ὁ, = πνοή, Id. πνυκίτης, f.l. for πυκνίτης.
German (Pape)
[Seite 642] ὁ, att. zsgzgn πνοῦς, = πνοή, Hesych., der es auch φθόγγος erkl.
Russian (Dvoretsky)
πνόος: ὁ Aesch. = πνοή 1 (v.l. к πόνος).
Greek (Liddell-Scott)
πνόος: ὁ, = πνοή, «πνόος· φθόγγος· πνοὴ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πνοή κατά τα αρσ. σε -ος].