προδέκτωρ

Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ορος, ὁ, Ion. for Προδείκτωρ,

   A foreshower, Hdt.7.37.

German (Pape)

[Seite 714] ορος, ὁ, ion. = προδείκτωρ, Voranzeiger, der die Zukunft vorbedeutet, Her. 7, 37.

Greek (Liddell-Scott)

προδέκτωρ: -ορος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ προδείκτωρ, ὁ προηγουμένως δεικνύων, Ἡρόδ. 7. 37.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui fait connaître l’avenir.
Étymologie: ion. c. *προδείκτωρ, de προδείκνυμι.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ιων. τ. αυτός που δείχνει κάτι εκ τών προτέρων, ο προμηνυτής του μέλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δέκτωρ (< δέχομαι)].

Greek Monotonic

προδέκτωρ: -ορος, ὁ (προδείκνυμι), Ιων. αντί προδείκτωρ, παντομίμος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προδέκτωρ: ορος ὁ провозвестник, предсказатель Her.