προενδίδωμι

Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A give way first, τῶν ὀστέων προενδεδωκότων Hp.Art.69; π. ἡ ὁρμή Plu.2.444c.

German (Pape)

[Seite 720] (s. δίδωμι), vorher nachgeben, Hippocr. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προενδίδωμι: ἐνδίδω, ὑποχωρῶ πρότερον, Ἱππ. π. Ἄρθ. 831, Πλούτ. 2. 444C.

French (Bailly abrégé)

f. προενδώσω, ao. προενέδωκα, etc.
se relâcher auparavant.
Étymologie: πρό, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
υποχωρώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ, υποκύπτω»].

Russian (Dvoretsky)

προενδίδωμι: поддаваться, ослабевать (ἡ ὁρμὴ προενδίδωσιν Plut.).