προκαταβαίνω

Revision as of 02:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A descend, of the foetus, Arist.HA583b31; εἰς τὸν ἀγῶνα D.S.15.85 (s.v.l.); step into a bath first, Gal.11.606.

German (Pape)

[Seite 728] (s. βαίνω), vorher herabgehen, herabsteigen, Arist. H. A. 7, 4; D. Cass. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταβαίνω: καταβαίνω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1· εἰς τὸν ἀγῶνα Διόδ. 15. 85.

Greek Monolingual

Α καταβαίνω
1. (για έμβρυο) κατεβαίνω εκ τών προτέρων
2. εισέρχομαι στο λουτρό πρώτος.

Russian (Dvoretsky)

προκαταβαίνω: (тж. π. κάτω Arst.) спускаться вниз Arst., Diod.