προτιμωρέω

Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A help beforehand or first, τινι Th.1.74:—Med., revenge oneself before, Id.6.57.

German (Pape)

[Seite 793] vorher oder zuerst beistehen, τινί, Thuc. 1, 74; im med., sich vorher rächen, τινά, an Jem., 6, 57.

Greek (Liddell-Scott)

προτῑμωρέω: βοηθῶ πρότερον, τινι Θουκ. 1. 74. ― Μέσ., ἐκδικοῦμαι πρότερον, τιμωρῶ, ὁ αὐτ. 6. 57.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
secourir ou venger auparavant, τινι;
Moy. προτιμωρέομαι-οῦμαι se venger auparavant de, acc..
Étymologie: πρό, τιμωρέω.

Greek Monotonic

προτῑμωρέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ κάποιον προτού, τινί, σε Θουκ. — Μέσ., εκδικούμαι, τιμωρώ εκ των προτέρων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προτῑμωρέω: 1) раньше помогать (τινι Thuc.);
2) med. раньше мстить: πρότερον προτιμωρήσεσθαί τινα Thuc. сначала отомстить кому-л.