πρότερον
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
French (Bailly abrégé)
v. πρότερος.
English (Strong)
neuter of πρότερος as adverb (with or without the article); previously: before, (at the) first, former.
Russian (Dvoretsky)
πρότερον:
I (τό) adv. прежде, раньше: οὐ π. πρίν или ἕως Xen., Lys., μὴ π. ἀλλ᾽ ὅταν Polyb. не раньше чем; ὁ π. χρόνος Thuc. и αἱ π. ἡμέραι NT прошлое время; Κῦρος ὁ π. Luc. Кир Старший; τὰ π. ἀδικήματα Her. прежние обиды.
II (τό) praep. cum gen. прежде, ранее, до (π. τῆς ἁλώσεως Dem.; τὸ π. τῶν ἄνδρων τούτων Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρότερον n. adv. van πρότερος.
English (Woodhouse)
(see also: πρότερος) ago, before something else, earlier