προσφυή

Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

, (προσφύω)

   A = πρόσφυσις 11, dub. in Arist.HA528a33.    2 pl., supernumerary teeth, Hippiatr.95.

German (Pape)

[Seite 787] ἡ, = πρόσφυσις, Arist. H. A. 4, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσφυή: ἡ, (προσφύω) = πρόσφυσις ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ προσφύω
μσν.
στον πληθ. αἱ προσφυαί
υπεράριθμα δόντια
αρχ.
(αμφβλ. γρφ.) πρόσφυση, προσκόλληση.

Russian (Dvoretsky)

προσφυή: ἡ сращение, приращенность (ἀκίνητος ἐκ τῆς προσφυῆς Arst.).