πρόσφυση
Greek Monolingual
η /πρόσφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α προσφύω
συνένωση, προσκόλληση
νεοελλ.
τεχνολ.
1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους
2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να εκτρέπεται από αυτήν, κν. κράτημα
μσν.
περίπτυξη, εναγκαλισμός
αρχ.
1. το σημείο προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών πάνω στο σώμα, του διαφράγματος στη σπονδυλική στήλη, του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («ὀδύνη λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῦ ἰσχίου», Ιπποκρ.)
2. (στον Αριστοτ.) κάθε εξωτερική ή μετέπειτα γινόμενη αύξηση, η οποία δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού, σε αντιδιαστολή προς τη σύμφυση («ἡ τοῦ ᾠοῦ πρόσφυσις», Αριστοτ.)
3. (για τα δένδρα) η ανάπτυξη νέου ξύλου
4. (για την τροφή) αφομοίωση, χώνευση
5. το να συγκρατείται κάποιος ή κάτι ισχυρά πάνω σε κάτι άλλο.