πτεροδρομία

Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, eigtl. Flügellauf, das schnelle Fliegen, Ep. ad. 396 (VII, 699 steht dafür κακοδρομία).

Greek (Liddell-Scott)

πτεροδρομία: ἡ, πτῆσις, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) πτήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία].

Russian (Dvoretsky)

πτεροδρομία: ἡ полет, взлет Anth.