πτεροδρομία
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
German (Pape)
[Seite 808] ἡ, eigtl. Flügellauf, das schnelle Fliegen, Ep. ad. 396 (VII, 699 steht dafür κακοδρομία).
Russian (Dvoretsky)
πτεροδρομία: ἡ полет, взлет Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πτεροδρομία: ἡ, πτῆσις, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 699.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) πτήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιπποδρομία].