πτήση

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η / πτῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ
η μετακίνηση στον αέρα ορισμένων ζώων, τών πτηνών και τών εντόμων, που πραγματοποιείται με τις συντονισμένες κινήσεις τών πτερύγων τους (α. «γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν», Αισχύλ.
β. «διαφέρει γὰρ πτῆσις καὶ νεῡσις καὶ βάδισις καὶ ἕρψις», Αριστ.)
νεοελλ.
1. (αερον.) η διαδρομή που πραγματοποιεί ένα αεροσκάφος από την απογείωση μέχρι την προσγείωσή του ή το σύνολο τών ενεργειών που γίνονται από την εκκίνηση του κινητήρα πριν από την απογείωση και μέχρι το σταμάτημα του κινητήρα μετά την προσγείωση
2. φρ. α) «πτήση όψεως» — η πτήση που πραγματοποιείται με άμεση παρατήρηση του περιβάλλοντος από τον χειριστή
β) «τυφλή πτήση» ή «πτήση με όργανα» — πτήση κατά την οποία ο χειριστής συμβουλεύεται μόνο τα όργανα ελέγχου του αεροσκάφους και όχι την άμεση παρατήρηση
γ) «ανάστροφη πτήση» — πτήση αεροσκάφους, κατά την οποία αυτό πετά ανεστραμμένο, δηλαδή ο χειριστής βρίσκεται με το κεφάλι προς τα κάτω
δ) «κατακόρυφη πτήση» — πτήση σε κατακόρυφη τροχιά
ε) «δοκιμαστική πτήση» — πτήση για έλεγχο του αεροσκάφους μετά από επισκευές
στ) «ρυμουλκούμενη πτήση» — μορφή πτήσης συνήθης στα ανεμοπλάνα, κατά την οποία αυτά ρυμουλκούνται από μηχανοκίνητα αεροσκάφη, ωσότου αποδεσμευθούν και αρχίσουν να εκτελούν ανεξάρτητη πτήση
μσν.-αρχ.
οποιαδήποτε γρήγορη κίνηση ή ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. τμῆσις)].