Σκύριος

Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.

Russian (Dvoretsky)

Σκύριος: (ῡ) ὁ житель Скироса Pind., Her.