Σκύριος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.
English (Slater)
Σκῡριος of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
Russian (Dvoretsky)
Σκύριος: (ῡ) ὁ житель Скироса Pind., Her.