στηλουργός

Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 941] s. σταλουργός.

Greek (Liddell-Scott)

στηλουργός: ἴδε σταλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
βλ. σταλουργός.

Russian (Dvoretsky)

στηλουργός: дор. στᾱλουργός 2 увенчанный надгробным столбом (τύμβος Anth.).