σταλουργός
English (LSJ)
σταλουργόν, Dor. for στηλουργός, with a στήλη or gravestone, τύμβος AP7.423 (Antip. Sid.); but σταλοῦχος is prob. l., cf. στηλοῦχος.
German (Pape)
[Seite 929] dor. statt στηλουργός, τύμβος, ein Grabmal mit einer Denksäule, Antp. Sid. 39 (VII, 423).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
où l'on a élevé une stèle.
Étymologie: στήλη, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
στᾱλουργός: дор. = * στηλουργός.
Greek (Liddell-Scott)
στᾱλουργός: -όν, Δωρικ. ἀντὶ στηλ-, (*ἔργω)· ὁ ἔχων στήλην ἢ λίθον ἐπιτάφιον, τύμβος Ἀνθ. Π. 7. 423· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι σταλοῦχος, ἴδε Ἰακώψ.
Greek Monolingual
-όν, Α
φρ. «σταλουργὸς τύμβος» — τάφος με επιτύμβια στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα δωρ. τ. του στήλη + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
στᾱλουργός: -όν, Δωρ. αντί στηλ- (*ἔργω), αυτός που έχει στήλη ή επιτύμβιο λίθο, σε Ανθ.
Middle Liddell
στᾱλ-ουργός, όν [doric for στηλουργός [*ἔργω
furnished with a στήλη or gravestone, Anth.