στηλουργός
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
German (Pape)
[Seite 941] s. σταλουργός.
Russian (Dvoretsky)
στηλουργός: дор. στᾱλουργός 2 увенчанный надгробным столбом (τύμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στηλουργός: ἴδε σταλουργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. σταλουργός.