συγκερκίζω

Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A weave together, Pl.Plt.310e.

German (Pape)

[Seite 967] zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερκίζω: συνυφαίνω, Πλάτ. Πολιτικ. 310E.

Greek Monolingual

Α
συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κερκίζω «υφαίνω»].

Greek Monolingual

Α
συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κερκίζω «υφαίνω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκερκίζω: досл. ткать вместе, сплетать воедино, перен. сочетать, соединять (τὰ σώφρονα ἤθη τιμαῖς Plat.).