συμπνιγής

Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές,

   A choking by pressure, περίστασις D.S.3.51.

German (Pape)

[Seite 988] ές, durch Zusammendrücken erstickend, D. Sic. 3, 51.

Greek (Liddell-Scott)

συμπνῐγής: -ές, ὁ συμπνίγων, πνιγηρός, Διόδ. 3. 51.

Greek Monolingual

-ές, Α συμπνίγω
ο πνιγηρός.

Greek Monolingual

-ές, Α συμπνίγω
ο πνιγηρός.

Russian (Dvoretsky)

συμπνῑγής: удушливый (περίστασις Diod.).