συμπνιγής
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
συμπνιγές, choking by pressure, περίστασις D.S.3.51.
German (Pape)
[Seite 988] ές, durch Zusammendrücken erstickend, D. Sic. 3, 51.
Russian (Dvoretsky)
συμπνῑγής: удушливый (περίστασις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπνῐγής: -ές, ὁ συμπνίγων, πνιγηρός, Διόδ. 3. 51.