συνελευθερόω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.).    2 abs.,join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider à s’affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.

Greek Monotonic

συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνελευθερόω: 1) вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2) помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).