συνδικαστής

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellowjuryman, Ar.V.197,215, al., IG9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ ἔνορκος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui est juge avec un autre, membre d’un jury.
Étymologie: συνδικάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης δικαστής ή ένορκος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνδῐκαστής: οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.