συνδικάζω

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐκάζω Medium diacritics: συνδικάζω Low diacritics: συνδικάζω Capitals: ΣΥΝΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: syndikázō Transliteration B: syndikazō Transliteration C: syndikazo Beta Code: sundika/zw

English (LSJ)

Dor. fut. -δικαξῶ IG9(1).32.28 (Stiris, ii B.C.):—have a share in judging, Pl.Lg.768b; of the βουλή, Lys.30.11,14; τὰς δίκας IG l.c.; σ. τοῖς ζῶσιν ὁ τεθνεώς Lib.Or.12.15.

German (Pape)

[Seite 1008] mitrichten; Ζεύς σοι τάδε συνδικάσει, Eur. Med. 157; Plat. Legg. VI, 768 b; Lys. 30, 14.

French (Bailly abrégé)

1 avoir part à un jugement;
2 être assesseur d'un juge.
Étymologie: σύν, δικάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδικάζω [σύν, δίκη] mede rechtspreken.

Russian (Dvoretsky)

συνδῐκάζω: вместе (сообща) судить Plut.: τινὰ σ. ποιεῖν Lys. делать кого-л. участником суда.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκάζω: μέλλ. -άσω, ἀπὸ κοινοῦ δικάζω, Πλάτ. Νόμ. 798Β· εἶμαι πάρεδρος δικαστοῦ, Λυσί. 184. 11, 24· πεῖρα σ. Παῦλ. Σιλ. Θερμ. Πυθ. 11.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, δωρ. τ. μέλλ. συνδικαξῶ Α
δικάζω από κοινού με άλλον, συμμετέχω στην απονομή της δικαιοσύνης
νεοελλ.
εκδικάζω τα αδικήματα ενός κατηγορουμένου στην ίδια δίκη.

Greek Monotonic

συνδῐκάζω: μέλ. -σω, δικάζω από κοινού, είμαι πάρεδρος δικαστή, σε Λυσ.

Middle Liddell

fut. άσω
to be assessor to a judge, Lys.