συμμαχικῶς

Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

adv.
en allié.
Étymologie: συμμαχικός.

Russian (Dvoretsky)

συμμᾰχικῶς: как союзники, как подобает союзникам (περί τινος βουλεύεσθαι Isocr.).