συμμαχικός

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχικός Medium diacritics: συμμαχικός Low diacritics: συμμαχικός Capitals: ΣΥΜΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: symmachikós Transliteration B: symmachikos Transliteration C: symmachikos Beta Code: summaxiko/s

English (LSJ)

συμμαχική, συμμαχικόν,
A of alliance or for alliance, θεοὶ ξυμαχικοί = the gods invoked at the making of an alliance, Th.3.58; σ. αἵρεσις, νόμος, etc., Plb.9.23.7, Plu.CG5, etc.; Σ. (λόγος) of Isoc.,= de Pace, Arist.Rh.1418a32.
II τὸ συμμαχικόν = the allies, allied forces, Hdt.6.9, 9.106, Ar.Ec.193, Th.3.91, 4.77; τὰ συμμαχικά = the forces of the alliance, X.Cyr.3.3.12.
2 συμμαχικόν, τό, treaty of alliance, Th.5.6; funds of the alliance, συντελεῖν εἰς τὸ συμμαχικόν Arist.Ath.39.2.
3 of a standard authorized by a league, ἀργυρίου συμμαχικὰ τάλαντα πεντήκοντα SIG826 D passim (Delph., ii B.C.).
III Adv. συμμαχικῶς = like an ally, Isoc.4.104, 8.134, Plb.15.24.4.

German (Pape)

[Seite 981] ή, όν, zum Beistand im Kriege gehörig, den Bundesgenossen betreffend, ihm geziemend; αἵρεσις, Pol. 9, 23, 7; auch adv.; – τὸ συμμαχικόν, = οἱ σύμμαχοι, bes. das Bundesgenossenheer, Ar. Eccl. 193 Her. 6, 9 Thuc. 4, 77.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne une alliance ou des alliés ; τὸ συμμαχικόν les troupes alliées, les alliés.
Étymologie: σύμμαχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμαχικός -ή -όν, Att. ook ξυμμαχικός [συμμαχία] van of betreffende het bondgenootschap of de bondgenoten:; ἡ συμμαχικὴ δύναμις de strijdmacht van de bondgenoten Plut. Pyrrh. 12.11; συμμαχικὸς λόγος een rede over bondgenootschap Aristot. Rh. 1418a32; ὁ συμμαχικὸς πόλεμος de Bondgenotenoorlog Plut. Mar. 32.5; οἱ συμμαχικοὶ θεοί de goden die het bondgenootschap beschermen Thuc. 3.58.1; adv.. συμμαχικῶς als bondgenoten, vriendschappelijk Isocr. 4.104. subst. τὸ συμμαχικόν en τὰ συμμαχικά (de strijdmacht van de) bondgenoten, geallieerden.

Russian (Dvoretsky)

συμμᾰχικός: союзнический, союзный (αἵρεσις Polyb.; δύναμις Plut.): οἱ θεοὶ ξυμμαχικοί Thuc. боги, именем которых освящался военный союз.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμμαχίαν, θεοὶ ξ., οὓς ἐπεκαλοῦντο κατὰ τὴν σύναψιν συμμαχίας, Θουκ. 3. 58· σ. αἵρεσις, νόμος, κτλ., Πολύβ., Πλούτ., κλπ. ΙΙ. τὸ συμμαχικόν, αἱ συμμαχικαὶ δυνάμεις, τὰ συμμαχικὰ στρατεύματα, Ἡρόδ. 6. 9., 9. 106, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ 193, Θουκ. 4. 77. 2) συνθήκη συμμαχίας, Θουκ. 3. 91., 5. 6· τὰ -κά, τὰ ἀποβλέποντα εἰς συμμαχίας, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς σύμμαχος, Ἰσοκρ. 62C, 186Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμμαχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, -ή, -όν, Α σύμμαχος / συμμαχία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία
2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα»
αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από περισσότερες της μιας συμμαχικές πόλεις
β) «Συμμαχικός πόλεμος» — καθένας από τους τρεις εμφύλιους πολέμους που έγιναν, ο πρώτος στο διάστημα 357-355 π.Χ. ανάμεσα σε Αθηναίους και σε συμμαχία Χίων, Κώων, Ροδίων και Βυζαντίων, ο δεύτερος στο διάστημα 220-217 π.Χ. ανάμεσα στην Αχαϊκή και στην Αιτωλική Συμπολιτεία και ο τρίτος ή ιταλιωτικός στο διάστημα 90-88 π.Χ. ανάμεσα στη Ρώμη και στους Ιταλούς συμμάχους της
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ συμμαχικόν
α) τα συμμαχικά στρατεύματα, οι συμμαχικές δυνάμεις
β) συνθήκη συμμαχίας ή ειρήνης
γ) ίδρυση συμμαχίας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συμμαχικά
α) (ενν. χρήματα) τα χρήματα που εισέπρατταν οι Αθηναίοι από τους συμμάχους με τη μορφή εισφοράς για τον πολεμικό εξοπλισμό και για μελλοντικές πολεμικές ανάγκες
β) οι δυνάμεις της συμμαχίας
3. φρ. α) «συμμαχικὰ τάλαντα» — νόμισμα καθορισμένου βάρους, κοινώς αποδεκτό από τα μέλη μιας συμμαχίας επιγρ.
β) «συμμαχικὸς (λόγος) τοῦ Ἰσοκράτους» — ο περί ειρήνης λόγος του Ισοκράτους (Αριστοτ.).
επίρρ...
συμμαχικώς / συμμαχικῶς ΝΜΑ, και συμμαχικά Ν
κατά τον τρόπο τών συμμάχων, όπως γίνεται σε περίπτωση που υπάρχει συμμαχία («μὴ δεσποτικῶς ἀλλὰ συμμαχικῶς αὐτῶν ἐπιστατῶμεν», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

συμμᾰχικός: -ή, -όν (σύμμαχος
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε συμμαχία· θεοὶ ξύμμαχοι, θεοί των οποίων τη σύμπραξη, τη συνέργεια επικαλούνταν κατά τη σύναψη μιας συμμαχίας, σε Θουκ.
II. 1. τὸ συμμαχικόν, βοηθητικές, επικουρικές, συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. συνθήκη για τη σύναψη μιας συμμαχίας, σε Θουκ.· τὰ -κά, ζητήματα που αφορούν στις συμμαχίες, σε Ξεν.
III. επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του συμμάχου, σαν σύμμαχος, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

συμμᾰχικός, ή, όν σύμμαχος
I. of or for alliance, θεοὶ ξ. the gods invoked at the making of an alliance, Thuc.
II. τὸ συμμαχικόν, the auxiliaries, allied forces, Hdt., Thuc.
2. a treaty of alliance, Thuc.: τὰ -κά matters respecting alliances, Xen.
III. adv. -κῶς, like an ally, Isocr.

English (Woodhouse)

of allies

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

foederum arbiter, umpire of treaties, 3.58.1,
societas, foedus, alliance, league, 1.107.7, 2.22.3, 2.101.4. 3.3.4. 3.91.2, 4.61.4. 5.6.2. 7.20.1. 7.33.5. 8.9.2.
socii, allies, 3.107.2, 4.77.2, 4.105.1, 8.45.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.7.1, ubi nunc where now ξυμμαχίδων.]