συσσωρεύω

Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.

Greek (Liddell-Scott)

συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

συσσωρεύω: нагромождать (τὸ πλῆθος ἄμμου Diod.).