τιθασεία

Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt.264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr.HP3.2.2.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιθασεύω
τιθάσευση, εξημέρωση.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσεία: ἡ заповедник для животных (τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.).