εξημέρωση
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
η (AM ἐξημέρωσις) εξημερώνω
1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση του αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν»)
2. ο εκπολιτισμός.