ἐξημέρωσις
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
ἐξημερώσεως, ἡ, (from ἐξημερόω) strengthened for ἡμέρωσις, domestication, making cultivated, making civilized, reclaiming, humanising, Plu.Num.14, Porph.Abst.3.18, etc.
German (Pape)
[Seite 881] ἡ, die Entwilderung, γῆς, das Urbarmachen, Plut. Num. 14.
French (Bailly abrégé)
ἐξημερώσεως (ἡ) :
action d'apprivoiser, de cultiver.
Étymologie: ἐξημερόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξημέρωσις: ἐξημερώσεως ἡ
1 расчистка, приведение в культурное состояние, распашка (τῆς γῆς Plut.);
2 облагораживание (ἀνθρώπων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημέρωσις: ἐξημερώσεως, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἡμέρωσις, Πλουτ. Νουμ. 14, κτλ.
Greek Monotonic
ἐξημέρωσις: ἐξημερώσεως, ἡ, ημέρωμα, εξανθρωπισμός, σε Πλούτ.