ὑπόλευκος

Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A whitish, Hp.Epid.3.14, Arist.HA526a11, Sor.2.85, etc.

German (Pape)

[Seite 1223] unten weiß, weißlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλευκος: -ον, ὀλίγον τι λευκός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 11, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόλευκος, -ον, ΝΑ λευκός
ο σχεδόν λευκός, ασπρειδερός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλευκος: беловатый, белесоватый (χρῶμα Arst.).