ὑπόχειρ

Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, = sq., S.El.1092 (lyr., Musgr. for ὑπὸ χεῖρα).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπόμ., Σοφ. Ἠλ. 1092 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντὶ ὑπὸ χεῖρα).

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
c. ὑποχείριος.

Greek Monolingual

-ος, ὁ, ἡ, Α
υποχείριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ὑπέρ-χειρ].

Greek Monotonic

ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχειρ: adj. Soph. = ὑποχείριος.