υποχείριος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποχείριος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α
μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῖσθαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το χέρι ή μέσα στο χέρι κάποιου («οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅστις χ' ὑποχείριος ἔλθῃ», Ομ. Οδ.)
2. (για ζώο) υπάκουος, πειθήνιος
3. (για άγριο πτηνό) εξημερωμένος
4. μτφ. αυτός που είναι εύκολος για κάποιον, που κατέχεται από κάποιον («ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν», Πλάτ.)
5. φρ. «ὑποχείριος τῷ ἰητρῷ» — αυτός που βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση, υπό θεραπεία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὑποχειρίως Α
1. μέσα στο χέρι
2. σε υποταγή
3. φρ. «ὑποχειρίως ἔχω τινί» — υποτάσσομαι σε κάποιον, υπακούω κάποιον (Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χείριος (< χείρ, χειρός), πρβλ. μεταχείριος.