φιλοκόλαξ

Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A fond of flatterers, Arist. EN1159a14, Rh.1371b23, Phld.Herc.1457 Fr.15, Plu.2.49a.

German (Pape)

[Seite 1281] ακος, Schmeichler, Schmarotzer liebend; Arist. eth. 8, 8 rhet. 1, 11; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κόλακας, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 8, 1, Ρητ. 1. 11, 26.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
qui aime les flatteurs.
Étymologie: φίλος, κόλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που αγαπά τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κόλαξ, -ακος].

Greek Monotonic

φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, αυτός που του αρέσουν οι κολακίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκόλαξ: ᾰκος adj. любящий (общество) льстецов Arst., Plut.